χαϊδεύω — χαϊδεύω, χάιδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… … Dictionary of Greek
γλυκοχαϊδεύω — χαϊδεύω απαλά … Dictionary of Greek
λαφροχαϊδεύω — χαϊδεύω απαλά, ελαφρά … Dictionary of Greek
παπαρίζω — χαϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παπ(π)αρίζω] … Dictionary of Greek
καταψήχω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω, ψηλαφώ («πριστοῡ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας», Λουκιαν.) 2. κατατρίβω κάτι, συντρίβω σε γουδί 3. φθείρω, καταστρέφω («χρόνος πάντα καταψήχει», Σιμων.) 4. παθ. καταψήχομαι κατακερματίζομαι, συντρίβομαι σε… … Dictionary of Greek
καταψώ — καταψῶ, άω (Α) 1. ψηλαφώ ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω («τὴν δὲ καταψῶσαν τοῡ παιδίου τὴν κεφαλήν», Ηρόδ.) 2. ξύνω («καταψᾱν τοὺς τοίχους») 3. μαλάσσω, τρίβω («λίπα τε ἠλείψαντο καὶ κατέψησε μάλα εἰρηνικῶς ἅτερος τὸν ἕτερον ἐν τῷ μέρει», Λουκιαν.) 4.… … Dictionary of Greek
υπογενειάζω — Α 1. ικετεύω κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του («ὑπογενειάζων λιτανεύων ἀπὸ τοῡ γενείου ἁπτόμενος», Ησύχ.) 2. χαΐδεύω τα γένεια κάποιου, τόν χαϊδεύω στο πιγούνι («ὑπογενειάζουσα τὰ παιδάρια», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γενειάζω «βγάζω… … Dictionary of Greek
χάιδεμα — και χάδεμα, το, Ν [χαϊδεύω] 1. το να χαϊδεύει κάποιος κάποιον ή κάτι, η κίνηση τής θωπείας 2. το αποτέλεσμα τού χαϊδεύω, χάδι, θωπεία 3. μτφ. στοργική ή κολακευτική συμπεριφορά σε κάποιον 4. στον πληθ. τα χαϊδέματα νάζια, καμώματα … Dictionary of Greek
αγαπάζω — ἀγαπάζω (Α) (επικ. τ. αντί αγαπώ) 1. μεταχειρίζομαι κάποιον με στοργή 2. δέχομαι, υποδέχομαι με αγάπη 3. μέσ. δείχνω σημεία αγάπης, θωπεύω, χαϊδεύω … Dictionary of Greek